ἄσιον

ἄσιον
ἄσιος
Asian
masc acc sg
ἄσιος
Asian
neut nom/voc/acc sg
ἄ̱σιον , ἀσάω
glut oneself
imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic)
ἄ̱σιον , ἀσάω
glut oneself
imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic)
ἀσάω
glut oneself
imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic)
ἀσάω
glut oneself
imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀσίον — ἀ̱σίον , ἄω 3 satiate fut part act masc voc sg (doric) ἀ̱σίον , ἄω 3 satiate fut part act neut nom/voc/acc sg (doric) ἀσάω glut oneself pres part act masc voc sg (epic doric ionic) ἀσάω glut oneself pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄσιον — Ἄ̱σιον , Ἄσιος masc acc sg Ἄ̱σιον , Ἄσιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοσαπλασίων — άσιον, Α τόσες φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + πλασίων (< πλάσιος* + επίθημα ίων, δηλωτικό τού συγκριτικού βαθμού), πρβλ. πολλα πλασίων. Η μορφή τού α συνθετικού είναι αναλογική προς τα δεκα , επτα ] …   Dictionary of Greek

  • τοσαυταπλασίων — άσιον, Α τόσες φορές περισσότερος. επίρρ... τοσαυταπλασιόνως Α τόσες φορές περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοσαυταπλάσιος + επίθημα ίων, δηλωτικό τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. πολλα πλασ ίων)] …   Dictionary of Greek

  • τριακονταεννεαπλασίων — άσιον, Α ο τριάντα εννέα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριακονταεννέα + πλασίων (< πλάσιος + επίθημα ίων), πρβλ. πεντα πλασίων] …   Dictionary of Greek

  • τριακονταπλασίων — άσιον, Α τριακονταπλάσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριακονταπλάσιος + επίθημα ίων (πρβλ. πενταπλασ ίων)] …   Dictionary of Greek

  • τριπλασίων — άσιον Α τριπλάσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριπλάσιος + κατάλ. ίων τού συγκριτ. βαθμού (πρβλ. πενταπλασίων)] …   Dictionary of Greek

  • τρισμυριοπλασίων — άσιον, Α τριάντα χιλιάδες φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισμύριοι + πλάσιος* + κατάλ. ίων τού συγκριτ. βαθμού (πρβλ. διπλασ ίων)] …   Dictionary of Greek

  • χιλιοκαιπεντηκονταπλασίων — άσιον, Α αυτός που έχει πολλαπλασιαστεί με τον αριθμό 1050. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + καί + πεντήκοντα + πλασίων (< πλάσιος* + κατάλ. ίων τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. μυριο πλασ ίων)] …   Dictionary of Greek

  • χιλιοκτακοσιογδοηκονταπλασίων — άσιον, Α αυτός που έχει πολλαπλασιαστεί με τον αριθμό 1880. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ὀκτακόσια + ὀγδοήκοντα + πλασίων (< πλάσιος* + κατάλ. ίων τού συγκριτικού βαθμού), πρβλ. μυριο πλασ ίων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”